- μπουντρούμι
- το1. υπόγεια σκοτεινή και υγρή φυλακή2. στενόχωρη και σκοτεινή υπόγεια κατοικία χωρίς αερισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. bodrum < ιππόδρομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουντρούμι — το ιού (λ. τουρκ.), υπόγεια φυλακή χωρίς παράθυρο: Πολλοί αντιστασιακοί πέθαναν στα μπουντρούμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμωτήριο — το πρόχειρη φυλακή σε αστυνομικό τμήμα ή στρατιωτική μονάδα, μπουντρούμι: Πέρασε τη νύχτα στο δεσμωτήριο, γιατί συνελήφθη να οδηγεί μεθυσμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)